έγκυρος

έγκυρος
η , ο [ος , ον ]
1) достоверный;

έγκυρη πηγή — достоверный источник;

2) законный, действительный;
3) влиятельный;

έγκυροι κύκλοι — влиятельные круги


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "έγκυρος" в других словарях:

  • έγκυρος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει κύρος, αυθεντικός, επίσημος, αξιόπιστος: Υπάρχουν πληροφορίες από έγκυρες πηγές. 2. (νομ.), που έχει νομική ισχύ (αντίθ. άκυρος): Έγκυρος γάμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκυρος — η, ο 1. αυτός που έχει κύρος, αξιόπιστος, αυθεντικός («έγκυρες πληροφορίες») 2. αυτός που έχει νομική ισχύ («έγκυρη διαθήκη») …   Dictionary of Greek

  • επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • ένθεσμος — η, ο (AM ἔνθεσμος, ον) [εντίθημι] μσν. ο αναγνωρισμένος από τους θεσμούς αρχ. 1. ο κατά τους θεσμούς, έννομος, νόμιμος 2. έγκυρος, που ισχύει κατά τον νόμο, αναγνωρισμένος 3. αυτός που επιτρέπεται 4. (για πρόσ.) αυτός που δρα δίκαια, ο δίκαιος.… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… …   Dictionary of Greek

  • αναυθεντικός — ή, ό ο στερούμενος αυθεντίας, κύρους ή αλήθειας, ο μη αυθεντικός, μη έγκυρος …   Dictionary of Greek

  • ανεπικύρωτος — η, ο μη επικυρωμένος, εκείνος που δεν έχει αναγνωριστεί ως έγκυρος από την αρμόδια αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επικυρώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη …   Dictionary of Greek

  • απερίγραπτος — η, ο (Μ ἀπερίγραπτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί, που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή (αποδίδεται στον Θεό) «Άναρχε, αόρατε... απερίγραπτε» νεοελλ. (με κακή σημασία) πρωτοφανής, ανήκουστος μσν. έγκυρος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»